βατουνιά

βατουνιά
και βατουλιά, η [βάτος (Ι)]
τόπος γεμάτος βάτους, συστάδα βάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βατιώνας — ο [βατός (Ι)] τόπος γεμάτος βάτους, βατουνιά …   Dictionary of Greek

  • βατώνας — ο και βατώνα, η [βάτος (Ι)] η βατουνιά …   Dictionary of Greek

  • Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”